- ἀναπηδήσας
- ἀναπηδήσᾱς , ἀναπηδάωleap upaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)ἀναπηδήσᾱς , ἀναπηδάωleap upaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀναπήδησας — ἀ̱ναπήδησας , ἀναπηδάω leap up aor ind act 2nd sg (attic doric ionic aeolic) ἀναπηδάω leap up aor ind act 2nd sg (attic doric ionic aeolic) ἀναπηδάω leap up aor ind act 2nd sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελαντηρία — η (ΑM μελαντηρία) μαύρη μεταλλική βαφή τών δερμάτων, κν. καραμπογιά («ἀναπηδήσας εὐθὺς ἀνυπόδητος οὐδὲ τὴν μελαντηρίαν ἀπονιψάμενος εἱπόμην», Λουκιαν.) μσν. μαύρη απόχρωση, μαυρίλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μελαίνω + επίθημα τηρία μέσω ενός αμάρτυρου… … Dictionary of Greek
μεταδιώκω — (ΑM) [διώκω] επιδιώκω, επιζητώ, προσπαθώ να εννοήσω κάτι («τὴν αὐτοῡ μεταδιῶκον φύσιν», Πλάτ.) αρχ. 1. τρέχω πίσω από κάποιον για να τόν προφθάσω, καταδιώκω κάποιον, («ἀναπηδήσας μετεδίωκε τὸν πατέρα», Ξεν.) 2. έρχομαι πίσω από κάποιον,… … Dictionary of Greek